- αποπλανητικός
- η , ό[ν]1) вводящий в заблуждение; дезориентирующий; обманный, обманчивый; 2) соблазнительный, заманчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπλανητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην αποπλάνηση: Χρησιμοποίησε, για να πετύχει τους σκοπούς του, αποπλανητικές υποσχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)